- προσφωνούμενος
- προσφωνέωcallpres part mp masc nom sg (attic epic doric)προσφωνέωcallpres part mp masc nom sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εύκλητος — εὔκλητος, ον (Μ) άξιος τής προσφωνήσεως, τής επικλήσεως κάποιου, αξίως καλούμενος ή προσφωνούμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κλητός (< καλώ), πρβλ. παθ. αόρ. β ε κλή θην] … Dictionary of Greek